- καταδήω
- καταδήω (Α)βλ. καταδηνύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταδηώ — καταδῃῶ και καταδηιῶ, όω (Α) λεηλατώ, ερημώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δῃῶ «ερημώνω, λεηλατώ»] … Dictionary of Greek
καταδήωσις — καταδῄωσις, ῃώσεως, ἡ (Α) [καταδῃώ] ερήμωση, καταστροφή … Dictionary of Greek
καταδηιώ — καταδηιῶ (Α) βλ. καταδηώ … Dictionary of Greek
καταδηνύω — και καταδήω (Α) δένω με μαγικούς δεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηνύω, μεταπλασμένος τ. τού δίδημι «δένω» κατά τα ρ. σε (ν)ύω (πρβλ. ζεύγνυμι: ζευγνύω, ρώννυμι: ρωννύω), που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ. (πρβλ. και κατα δίδημι)] … Dictionary of Greek
προκαταδηώ — όω, Α λεηλατώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταδηῶ «λεηλατώ, ερημώνω»] … Dictionary of Greek
συγκαταδηώ — όω, Α λεηλατώ μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταδῃῶ «λεηλατώ, ερημώνω»] … Dictionary of Greek